- θρησκομανία
- η религиозный фанатизм
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θρησκομανία — η η θρησκοληψία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρησκομανής. Η λ. μαρτυρείται στον Δανιήλ Φιλιππίδη] … Dictionary of Greek
θρησκομανία — η θρησκοληψία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θρησκοπάθεια — η η θρησκομανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θρήσκος + πάθεια (< παθής < θ. παθ πρβλ. έ παθ ον τού πάσχω*), πρβλ. α πάθεια, ευ πάθεια] … Dictionary of Greek